- νεοσύλλεκτος
- και νεοσύλλεχτος, -η, -ο (Α νεοσύλλεκτος, -ον)αυτός που στρατολογήθηκε πρόσφατανεοελλ.(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο νεοσύλλεκτος και η νεοσύλλεκτη(ειδικά) αυτός που μόλις κατατάχθηκε για να εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία ως οπλίτης, ναύτης ή σμηνίτης («τάγμα νεοσυλλέκτων»).
Dictionary of Greek. 2013.